ντάμε

ντάμε
(I)
ντάμε και τάμε, ὁ (Μ)
(στη φρ.) «τάμε ὁ Θεός»
Κύριος ο Θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. γαλλ. damedeu)].
————————
(II)
ντάμε και τάμεν (Μ)
(σύνδ.) όμως, εν τούτοις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. λατ. famer)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μάρλαντ, Γιάκομπ βαν — (Jacob van Maerland, Ντάμε, Μπριζ 1235; – μετά το 1291). Φλαμανδός συγγραφέας και κληρικός. Πολύ λίγα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Θεωρείται βέβαιο ότι γεννήθηκε στα περίχωρα της Μπριζ. Από το 1258 έως το 1266 έζησε στο ολλανδικό νησί… …   Dictionary of Greek

  • ντάμα — η (Μ ντάμα και ντάμε και τάμου και δαμού) (κυρίως, ως τιμητικός τίτλος) κυρία, δέσποινα («αφότου εγρικησεν η ντάμα Μαργαρίτα», Χρον. Μoρ.) νεοελλ. 1. γυναικεία φιγούρα στα χαρτιά τής τράπουλας 2. παντρεμένη ή ανύπαντρη γυναίκα η οποία συνοδεύεται …   Dictionary of Greek

  • τάμε — ὁ, Μ άκλ. βλ. ντάμε (Ι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”