- ντάμε
- (I)ντάμε και τάμε, ὁ (Μ)(στη φρ.) «τάμε ὁ Θεός»Κύριος ο Θεός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. γαλλ. damedeu)].————————(II)ντάμε και τάμεν (Μ)(σύνδ.) όμως, εν τούτοις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. λατ. famer)].
Dictionary of Greek. 2013.